- πλεκτανώδης
- πλεκτᾰνώδης, ες,A like a
πλεκτάνη 11
,πόδες Eust.1715.26
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
πλεκτάνη 11
,πόδες Eust.1715.26
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
πλεκτανώδης — ῶδες, Μ [πλεκτάνη] ο ὁμοιος με πλεκτάνη, με πλόκαμο … Dictionary of Greek
πλεκτανώδεις — πλεκτανώδης like a masc/fem acc pl πλεκτανώδης like a masc/fem nom/voc pl (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)